φούμο

φούμο
το
βλ. φούμος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φούμο — το, Ν βλ. φούμος …   Dictionary of Greek

  • φούμος — ο, και φούμο, το, Ν 1. καπνιά 2. είδος μαύρης μπογιάς 3. φρ. «τού ριξα φούμο» μτφ. τόν καταψήφισα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fumus «καπνός»]. τὸ, Μ καμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φούμη / φήμη κατά τα αρσ.] …   Dictionary of Greek

  • αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • αιθάλη — η καπνιά, φούμο: Η αιθάλη χρησιμοποιείται για την παρασκευή τυπογραφικών μελανιών και χρωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασβόλη — η μαυρίλα από καπνό, καπνιά, φούμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπνιά — καπνιά, η και κάπνα, η αιθάλη, φούμο: Έπιασε πολλή καπνιά το τζάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούμος — φούμος, ο και φούμο, το (λ. λατ.) 1. καπνιά, μουντζούρα. 2. είδος μελάνης από καπνιά, είδος μαύρης μπογιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”